φλάσκα: Difference between revisions
From LSJ
(6_5) |
(45) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φλάσκα''': -ας, ἡ, ὡς καὶ νῦν, οἰνηρὸν [[ἀγγεῖον]], [[φλάσκα]], Ἰσίδωρ. Ἱσπαν.· ― [[ὡσαύτως]] φλάσκων, ωνος, ὁ, Ἡσύχ., «καὶ [[δοῦλος]] δὲ τῷ ποιητῇ κλῆσιν ὑπῆρχε Βύκκων, ὃν βίκωνα καὶ φλάσκωνα παίζων ὁ Τζέτζης λέγει» Τζέτζ. Ἱστ. 13, 644, πρβλ. τὴν Γαλλικ. λέξ. flacon. ― ὑποκορισ. φλασκίον, τό, ἐξ οὗ τὸ τῆς συνηθείας φλασκί· φέρεται φλασκεῖον παρ’ Ἡσύχ. | |lstext='''φλάσκα''': -ας, ἡ, ὡς καὶ νῦν, οἰνηρὸν [[ἀγγεῖον]], [[φλάσκα]], Ἰσίδωρ. Ἱσπαν.· ― [[ὡσαύτως]] φλάσκων, ωνος, ὁ, Ἡσύχ., «καὶ [[δοῦλος]] δὲ τῷ ποιητῇ κλῆσιν ὑπῆρχε Βύκκων, ὃν βίκωνα καὶ φλάσκωνα παίζων ὁ Τζέτζης λέγει» Τζέτζ. Ἱστ. 13, 644, πρβλ. τὴν Γαλλικ. λέξ. flacon. ― ὑποκορισ. φλασκίον, τό, ἐξ οὗ τὸ τῆς συνηθείας φλασκί· φέρεται φλασκεῖον παρ’ Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ, και [[φλάσκη]] Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δοχείο]] για [[κρασί]] ή [[νερό]], το οποίο κατασκευάζεται από τον καρπό του φυτού [[φλασκιά]], αλλ. [[τσότρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγγείο]] για [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτγν. λατ. <i>flasca</i>, -<i>ae</i> / <i>flasco</i>, -<i>ō</i><i>nis</i>, λ. γερμανικής προέλευσης]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:54, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
φλάσκα: -ας, ἡ, ὡς καὶ νῦν, οἰνηρὸν ἀγγεῖον, φλάσκα, Ἰσίδωρ. Ἱσπαν.· ― ὡσαύτως φλάσκων, ωνος, ὁ, Ἡσύχ., «καὶ δοῦλος δὲ τῷ ποιητῇ κλῆσιν ὑπῆρχε Βύκκων, ὃν βίκωνα καὶ φλάσκωνα παίζων ὁ Τζέτζης λέγει» Τζέτζ. Ἱστ. 13, 644, πρβλ. τὴν Γαλλικ. λέξ. flacon. ― ὑποκορισ. φλασκίον, τό, ἐξ οὗ τὸ τῆς συνηθείας φλασκί· φέρεται φλασκεῖον παρ’ Ἡσύχ.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και φλάσκη Ν
νεοελλ.
δοχείο για κρασί ή νερό, το οποίο κατασκευάζεται από τον καρπό του φυτού φλασκιά, αλλ. τσότρα
αρχ.
αγγείο για κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. λατ. flasca, -ae / flasco, -ōnis, λ. γερμανικής προέλευσης].