σφαιρόμορφος: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
(6_17)
 
(40)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σφαιρόμορφος''': -ον, ὁ ἔχων [[σχῆμα]] σφαίρας, [[σφαιρικός]], [[σφαιροειδής]], Στέφαν. Ἀλεξ. ἐν Ideler Phys. 2. 206.
|lstext='''σφαιρόμορφος''': -ον, ὁ ἔχων [[σχῆμα]] σφαίρας, [[σφαιρικός]], [[σφαιροειδής]], Στέφαν. Ἀλεξ. ἐν Ideler Phys. 2. 206.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει [[μορφή]] σφαίρας, [[σφαιρικός]], [[σφαιροειδής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφαῖρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), <b>πρβλ.</b> <i>τερατό</i>-<i>μορφος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:54, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

σφαιρόμορφος: -ον, ὁ ἔχων σχῆμα σφαίρας, σφαιρικός, σφαιροειδής, Στέφαν. Ἀλεξ. ἐν Ideler Phys. 2. 206.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει μορφή σφαίρας, σφαιρικός, σφαιροειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + -μορφος (< μορφή), πρβλ. τερατό-μορφος].