χέζας: Difference between revisions
From LSJ
(46) |
(No difference)
|
Revision as of 12:54, 29 September 2017
Greek Monolingual
και χεζάς, ο, θηλ. χεζού, Ν
1. αυτός που έχει συχνές κενώσεις, χέστης
2. μτφ. δειλός, φοβιτσιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέζω + κατάλ. -άς (πρβλ. φαγ-άς)].