χιονότοπος: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
(46)
(No difference)

Revision as of 12:54, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο, Ν
τόπος που είναι συνεχώς καλυμμένος με χιόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + τόπος (πρβλ. βοσκό-τοπος)].