χιονότοπος

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
τόπος που είναι συνεχώς καλυμμένος με χιόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + τόπος (πρβλ. βοσκότοπος)].