χιονότοπος

From LSJ

ἔστ' ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται → the time will come when Apollo will return to stay forever

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
τόπος που είναι συνεχώς καλυμμένος με χιόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + τόπος (πρβλ. βοσκότοπος)].