τυμβιάς: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
(6_4)
 
(42)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τυμβιάς''': -άδος, ἡ, ποιητικ. θηλ. τοῦ [[τύμβιος]], μνημονεύεται ἐκ τοῦ Νόννου.
|lstext='''τυμβιάς''': -άδος, ἡ, ποιητικ. θηλ. τοῦ [[τύμβιος]], μνημονεύεται ἐκ τοῦ Νόννου.
}}
{{grml
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, Μ<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[τύμβιος]].
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

τυμβιάς: -άδος, ἡ, ποιητικ. θηλ. τοῦ τύμβιος, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Νόννου.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Μ
(ποιητ. τ.) βλ. τύμβιος.