τυμβιάς

From LSJ

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέωmeditate empire

Source

Greek (Liddell-Scott)

τυμβιάς: -άδος, ἡ, ποιητικ. θηλ. τοῦ τύμβιος, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Νόννου.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Μ
(ποιητ. τ.) βλ. τύμβιος.

German (Pape)

άδος, ἡ, bes. poet. fem. zu τύμβιος, Nonn.