συρματουργός: Difference between revisions

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
(40)
(No difference)

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο, Ν
αυτός που κατασκευάζει σύρματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύρμα, -ατος + ουργός (< ἔργον), πρβλ. σιδηρ-ουργός].