Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
(40) |
(No difference)
|
ο, Ν
αυτός που κατασκευάζει σύρματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύρμα, -ατος + ουργός (< ἔργον), πρβλ. σιδηρ-ουργός].