φοιβολάλος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
(6_2)
 
(45)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''φοιβολάλος''': [[μάντις]], ἡ, [[φοιβολάλος]] [[τρίπους]], [[προφητικός]], Ψευδοκαλλισθ. Α΄, σ. 45.
|lstext='''φοιβολάλος''': [[μάντις]], ἡ, [[φοιβολάλος]] [[τρίπους]], [[προφητικός]], Ψευδοκαλλισθ. Α΄, σ. 45.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />[[φοιβηλάλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Φοῖβος</i> <span style="color: red;">+</span> [[λάλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>θρηνο</i>-[[λάλος]])].
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

φοιβολάλος: μάντις, ἡ, φοιβολάλος τρίπους, προφητικός, Ψευδοκαλλισθ. Α΄, σ. 45.

Greek Monolingual

-ον, Μ
φοιβηλάλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖβος + λάλος (πρβλ. θρηνο-λάλος)].