τερψίθυμος: Difference between revisions
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
(41) |
(No difference)
|
Revision as of 12:57, 29 September 2017
Greek Monolingual
-η, -ο / τερψίθυμος, -ον, ΝΜ, και τερψόθυμος, -ον, Μ
αυτός που τέρπει την ψυχή, ευχάριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι- του τέρπω, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. τέρψω, τέρψις) + θυμός (πρβλ. δηξί-θυμος)].