τερψίθυμος: Difference between revisions

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
(41)
(No difference)

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Greek Monolingual

-η, -ο / τερψίθυμος, -ον, ΝΜ, και τερψόθυμος, -ον, Μ
αυτός που τέρπει την ψυχή, ευχάριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι- του τέρπω, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. τέρψω, τέρψις) + θυμός (πρβλ. δηξί-θυμος)].