τερψίθυμος
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
Greek Monolingual
-η, -ο / τερψίθυμος, -ον, ΝΜ, και τερψόθυμος, -ον, Μ
αυτός που τέρπει την ψυχή, ευχάριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι- του τέρπω, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. τέρψω, τέρψις) + θυμός (πρβλ. δηξίθυμος)].