τραχηλάς: Difference between revisions
From LSJ
(41) |
(No difference)
|
Revision as of 12:57, 29 September 2017
Greek Monolingual
ο / τραχηλᾶς, ΝΜ
(ως προσωνυμία του Μεγάλου Κωνσταντίνου) αυτός που έχει χοντρό τράχηλο
μσν.
σκώπτης, χλευαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. -άς (πρβλ. κεφαλ-άς, μαγουλ-άς)].