τριταρτημόριον: Difference between revisions
From LSJ
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
(6_21) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῐταρτημόριον''': τό, = [[τρία]] τεταρτημόρια, «οἱ δ’ ἓξ (χαλκοῖ) τριτημόριον, ὅτι τὰ [[τρία]] μέρη ἐστὶ τοῦ ὀβολοῦ· οἱ δὲ καὶ [[τριταρτημόριον]] αὐτοὺς ὠνόμαζον ὡς [[τρία]] τεταρτημόρια ἔχοντας» [[Πολυδ]]. Θ΄, 65. | |lstext='''τρῐταρτημόριον''': τό, = [[τρία]] τεταρτημόρια, «οἱ δ’ ἓξ (χαλκοῖ) τριτημόριον, ὅτι τὰ [[τρία]] μέρη ἐστὶ τοῦ ὀβολοῦ· οἱ δὲ καὶ [[τριταρτημόριον]] αὐτοὺς ὠνόμαζον ὡς [[τρία]] τεταρτημόρια ἔχοντας» [[Πολυδ]]. Θ΄, 65. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br />[[τμήμα]] που αποτελεί τα [[τρία]] τέταρτα του συνόλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τεταρτημόριον]] με [[απλολογία]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A three quarters of an obol, Poll.9.65.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐταρτημόριον: τό, = τρία τεταρτημόρια, «οἱ δ’ ἓξ (χαλκοῖ) τριτημόριον, ὅτι τὰ τρία μέρη ἐστὶ τοῦ ὀβολοῦ· οἱ δὲ καὶ τριταρτημόριον αὐτοὺς ὠνόμαζον ὡς τρία τεταρτημόρια ἔχοντας» Πολυδ. Θ΄, 65.
Greek Monolingual
τὸ, Α
τμήμα που αποτελεί τα τρία τέταρτα του συνόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + τεταρτημόριον με απλολογία].