τριχοβάπτης: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
(6_19)
 
(42)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῐχοβάπτης''': -ου, ὁ, βαφεὺς τριχῶν, ἢ σὺ δοκεῖς τοὺς τριχοβάπτας ἐρασμιωτέρους ἂν ἀποφῆναι τὰς τρίχας ἀνδρὸς Ἕλληνος; Συνέσ. 86Β.
|lstext='''τρῐχοβάπτης''': -ου, ὁ, βαφεὺς τριχῶν, ἢ σὺ δοκεῖς τοὺς τριχοβάπτας ἐρασμιωτέρους ἂν ἀποφῆναι τὰς τρίχας ἀνδρὸς Ἕλληνος; Συνέσ. 86Β.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Μ<br />βαφέας τριχών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> <span style="color: red;">+</span> [[βάπτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάπτω]] «[[βάφω]]»)].
}}
}}

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχοβάπτης: -ου, ὁ, βαφεὺς τριχῶν, ἢ σὺ δοκεῖς τοὺς τριχοβάπτας ἐρασμιωτέρους ἂν ἀποφῆναι τὰς τρίχας ἀνδρὸς Ἕλληνος; Συνέσ. 86Β.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
βαφέας τριχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + βάπτης (< βάπτω «βάφω»)].