Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

υδατοπέδιο: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
(42)
(No difference)

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Greek Monolingual

το, Ν
η περιοχή από την οποία ένας ποταμός δέχεται τα νερά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + πεδίο (πρβλ. ορο-πέδιο)].