Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
(42) |
(No difference)
|
το, Ν
η περιοχή από την οποία ένας ποταμός δέχεται τα νερά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + πεδίο (πρβλ. ορο-πέδιο)].