υδατοπέδιο
From LSJ
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
το, Ν
η περιοχή από την οποία ένας ποταμός δέχεται τα νερά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + πεδίο (πρβλ. οροπέδιο)].