Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

υδατοπέδιο

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227

Greek Monolingual

το, Ν
η περιοχή από την οποία ένας ποταμός δέχεται τα νερά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + πεδίο (πρβλ. οροπέδιο)].