ὑμενώδης: Difference between revisions

43
(6_3)
(43)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑμενώδης''': [ῠ], ες, = [[ὑμενοειδής]], πόροι Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 4, 2· ὑστέραι [[αὐτόθι]] 3. 1, 23· [[πλεύμων]] ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 6, 7, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ ὑγρῶν, [[πλήρης]] ὑμενωδῶν ὑλῶν ἢ ἰνῶν, [[οὖρον]] Ἱππ. Κωακ. Προγν. 123.
|lstext='''ὑμενώδης''': [ῠ], ες, = [[ὑμενοειδής]], πόροι Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 4, 2· ὑστέραι [[αὐτόθι]] 3. 1, 23· [[πλεύμων]] ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 6, 7, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ ὑγρῶν, [[πλήρης]] ὑμενωδῶν ὑλῶν ἢ ἰνῶν, [[οὖρον]] Ἱππ. Κωακ. Προγν. 123.
}}
{{grml
|mltxt=-ες / [[ὑμενώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[ὑμήν]], -[[ένος]]]<br />αυτός που έχει [[σύσταση]] ή υφή υμένα, [[υμενοειδής]] («[[υμενώδης]] [[λαβύρινθος]] του έσω [[ωτός]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για υγρά) [[γεμάτος]] υμενοειδείς ύλες ή ίνες.
}}
}}