Anonymous

ὑμενώδης: Difference between revisions

From LSJ
4b
(43)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες / [[ὑμενώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[ὑμήν]], -[[ένος]]]<br />αυτός που έχει [[σύσταση]] ή υφή υμένα, [[υμενοειδής]] («[[υμενώδης]] [[λαβύρινθος]] του έσω [[ωτός]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για υγρά) [[γεμάτος]] υμενοειδείς ύλες ή ίνες.
|mltxt=-ες / [[ὑμενώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[ὑμήν]], -[[ένος]]]<br />αυτός που έχει [[σύσταση]] ή υφή υμένα, [[υμενοειδής]] («[[υμενώδης]] [[λαβύρινθος]] του έσω [[ωτός]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για υγρά) [[γεμάτος]] υμενοειδείς ύλες ή ίνες.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑμενώδης:''' Arst. = [[ὑμενοειδής]].
}}
}}