φρενοβάρβαρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(6_16)
 
(45)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''φρενοβάρβαρος''': -ον, [[βάρβαρος]] τὰς φρένας, Σώφρ. ἐν Φαβρικ. Ἑλλ. Βιβλιοθ. τ. 7, σ. 485.
|lstext='''φρενοβάρβαρος''': -ον, [[βάρβαρος]] τὰς φρένας, Σώφρ. ἐν Φαβρικ. Ἑλλ. Βιβλιοθ. τ. 7, σ. 485.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει βάρβαρο νου, βάρβαρο [[μυαλό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i> <span style="color: red;">+</span> [[βάρβαρος]].
}}
}}

Latest revision as of 13:00, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

φρενοβάρβαρος: -ον, βάρβαρος τὰς φρένας, Σώφρ. ἐν Φαβρικ. Ἑλλ. Βιβλιοθ. τ. 7, σ. 485.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει βάρβαρο νου, βάρβαρο μυαλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + βάρβαρος.