χλωροσαύρα: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(6_10)
 
(46)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''χλωροσαύρα''': ἡ, ἡ χλωρά, πρασίνη [[σαύρα]], Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 2. 58., 7. 22· ἴδε Δουκάγγ.
|lstext='''χλωροσαύρα''': ἡ, ἡ χλωρά, πρασίνη [[σαύρα]], Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 2. 58., 7. 22· ἴδε Δουκάγγ.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br />πρασινοκίτρινη [[σαύρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χλωρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σαύρα]].
}}
}}

Latest revision as of 13:01, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

χλωροσαύρα: ἡ, ἡ χλωρά, πρασίνη σαύρα, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 2. 58., 7. 22· ἴδε Δουκάγγ.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
πρασινοκίτρινη σαύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο)- + σαύρα.