χλωροσαύρα

From LSJ

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536

Greek (Liddell-Scott)

χλωροσαύρα: ἡ, ἡ χλωρά, πρασίνη σαύρα, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 2. 58., 7. 22· ἴδε Δουκάγγ.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
πρασινοκίτρινη σαύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο)- + σαύρα.