ίκτωρ: Difference between revisions

From LSJ

Νικᾷ γὰρ αἰεὶ διαβολὴ τὰ κρείττονα → Calumniae mos vincere id, quod rectius → Verleumdung siegt stets über das, was besser ist

Menander, Monostichoi, 376
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἵκτωρ]], ὁ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> ο [[ικέτης]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> <b>φρ.</b> «μαστὸν ἵκτορα» — με τον μαστό που επιδεικνύεται σε [[κίνηση]] ικεσίας (<b>Ευρ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἱκ</i>- τών ρ. <i>ἵκω</i>, <i>ἱκνοῦμαι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κοσμή</i>-<i>τωρ</i>, <i>πράκ</i>-<i>τωρ</i>)].
|mltxt=[[ἵκτωρ]], ὁ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> ο [[ικέτης]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> <b>φρ.</b> «μαστὸν ἵκτορα» — με τον μαστό που επιδεικνύεται σε [[κίνηση]] ικεσίας (<b>Ευρ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἱκ</i>- τών ρ. <i>ἵκω</i>, <i>ἱκνοῦμαι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> (πρβλ. <i>κοσμή</i>-<i>τωρ</i>, <i>πράκ</i>-<i>τωρ</i>)].
}}
}}

Revision as of 08:46, 23 December 2018

Greek Monolingual

ἵκτωρ, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.)
1. ο ικέτης
2. ως επίθ. φρ. «μαστὸν ἵκτορα» — με τον μαστό που επιδεικνύεται σε κίνηση ικεσίας (Ευρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱκ- τών ρ. ἵκω, ἱκνοῦμαι + επίθημα -τωρ (πρβλ. κοσμή-τωρ, πράκ-τωρ)].