αεριοφωτισμός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(1)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />[[φωτισμός]] με [[φωταέριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αεριο</i> <span style="color: red;">+</span> [[φωτισμός]]<br />[[απόδοση]] στα Ελληνικά ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>gas</i>-<i>lighting</i>].
|mltxt=ο<br />[[φωτισμός]] με [[φωταέριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αεριο</i> <span style="color: red;">+</span> [[φωτισμός]]<br />[[απόδοση]] στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. <i>gas</i>-<i>lighting</i>].
}}
}}

Revision as of 08:50, 23 December 2018

Greek Monolingual

ο
φωτισμός με φωταέριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αεριο + φωτισμός
απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. gas-lighting].