Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φωταέριο

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87

Greek Monolingual

το, Ν
(χημ.-τεχνολ.) αέριο, προϊόν ξηράς απόσταξης τών λιθανθράκων, που χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για τις ανάγκες φωτισμού τών πόλεων και αργότερα για θέρμανση και άλλες οικιακές και βιομηχανικές χρήσεις και το οποίο έχει υποκατασταθεί πλέον από το φυσικό αέριο, αλλ. αεριόφως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)- + αέριο. Η λ. αποτελεί απόδοση του γαλλ. gaz de ville ή gaz d' eclairage ή gaz de houille και μαρτυρείται, στον λόγιο τ. φωταέριον, από το 1834 στον Φιλ. Ιωάννου].