Anonymous

ανα-: Difference between revisions

From LSJ
77 bytes removed ,  23 December 2018
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(3)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />(<span style="color: red;"><</span> πρόθ. <i>ἀνά</i>) στις διαλέκτους στις οποίες ισχύει η [[αποκοπή]] τών προθέσεων (Αιολική, δυτ. διάλεκτοι, Αρκαδική), ο τ. <i>ἀνα</i>- εμφανίζεται με τη [[μορφή]] <i>ἀν</i>-. Με [[αφομοίωση]] [[προς]] το [[σύμφωνο]] που ακολουθεί μπορούν να προκύψουν οι παραλλαγές <i>ἀλ</i>-, <i>ἀμ</i>-, <i>ἀγ</i>-. Το <i>ὀν</i>- απαντά στις Λεσβιακή, Θεσσαλική και Αρκαδοκυπριακή, όπου δίνει και τ. <i>ὐν</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αναβάλλω]], [[αναβάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀναβακχεύω]], [[ἀναβαστακτήρ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>ἀναβόηση</i>, [[ἀναβόλαιον]] <b>μσν.</b> <i>ἀναβλεμματίζω</i> <b>μσν.-νεοελλ.</b> <i>ἀναβάπτισις</i> (-<i>η</i>) <b>νεοελλ.</b> [[αναβελάζω]], [[αναβλάστημα]].———————— <b>(II)</b><br />(ως επιτατικό) από τη [[σημασία]] της προθ. <i>ἀνά</i>- «[[επάνω]] σε, [[προς]] τα [[επάνω]], [[επάνω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἀναβαίνω]], [[ἀναβλέπω]]) πηγάζει η [[έννοια]] της αυξήσεως και της επιτάσεως πολλών συνθ. λ. με το <i>ἀνά</i>-. Πρβλ. [[αναβοώ]], <i>αναβοΐζω</i>, <i>αναβόαμα</i>, [[ανακράζω]], <i>αναχαίρομαι</i> κ.ά.———————— <b>(III)</b><br />(ως υποκοριστικό)<br />σε [[μερικά]] νεοελλ. [[σύνθετα]] με το <i>ανα</i>- παρατηρείται η [[σημασία]] του υποκορισμού, της ελαττώσεως, η οποία, [[κατά]] τον Φ. Κουκουλέ, προέρχεται από τη βασική [[έννοια]] της πρόθ. <i>ανά</i> «[[επάνω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αναλίπαση</i> «το [[επάνω]] [[επάνω]], επί [[πλέον]] [[λίπος]]» που αντιστοιχεί [[προφανώς]] [[προς]] μικρή [[ποσότητα]] λίπους). Πρόκειται για σημασιολογική [[εξέλιξη]] της πρόθ. <i>ἀνά</i> ανάλογη με τη συγγενή της εννοιολογικά προθ. <i>ἐπί</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἐπιμέλας]] «[[μαυριδερός]]», [[ἐπιψαύω]] «[[αγγίζω]] [[ελαφρά]]»). Στην υποκορ. [[σημασία]] της πρόθ. <i>ανά</i> ίσως βοήθησε και η ήδη υπάρχουσα σ’ αυτήν στερ. [[σημασία]], απ’ όπου [[είναι]] δυνατό σε ορισμένες περιπτώσεις να αναπτυχθεί υποκορ. [[έννοια]], όπως συνέβη και το αντίθετο ([[υποκορισμός]] [[άρνηση]], [[στέρηση]]). Πρβλ. [[ανάβαθος]]-[[αναβαθαίνω]], [[ανάβαρος]], <i>ανάβραδος</i>-<i>ανάβραδα</i>, <i>ανάκοντος</i>, <i>ανάλαφρα</i>, <i>ανάρρηχα</i>.———————— <b>(IV)</b><br />(ως α' συνθετικό επιστημονικών όρων)<br />[[κατά]] το [[πρότυπο]] αντίστοιχων λέξεων της Ελληνικής με α΄ συνθ. το <i>ανα</i>- πλάστηκαν πολλοί όροι της ξένης επιστημονικής ορολογίας (ελληνογενείς ή μη), οι οποίοι εισήχθησαν [[συχνά]] και στην επιστημονική [[ορολογία]] της Νέας Ελληνικής, λ.χ. αγγλ. anabolism<br />γαλλ. anabolisme (<b>[[πρβλ]].</b> ελλην. <i>ανα</i>-<i>βολισμός</i>), νεολατιν. <i>anaphylaxis</i><br />γαλλ. <i>anaphylaxie</i><br />γερμ. <i>Anaphylaxie</i> (<b>[[πρβλ]].</b> ελλην. [[αναφυλαξία]]), αγγλ. <i>αnatoxin</i> γαλλ. <i>anatoxine</i><br />γερμ. <i>Anatoxine</i> (<b>[[πρβλ]].</b> ελλην. <i>ανατοξίνη</i>), νεολατιν. <i>anaplasia</i> γαλλ. <i>anaplasie</i> γερμ. <i>Anaplasie</i> (<b>[[πρβλ]].</b> ελλην. <i>αναπλασία</i>) κ.ά.———————— <b>(V)</b><br />(και ανε- ή ανη-)<br />στερ. [[μόρφημα]] ([[αναβροχιά]], [[ανάγλυκος]] <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>βλ.</b> <i>Α</i>, <i>α</i> (το α ως [[πρόθεμα]], 1. στερητικό).
|mltxt=<b>(I)</b><br />(<span style="color: red;"><</span> πρόθ. <i>ἀνά</i>) στις διαλέκτους στις οποίες ισχύει η [[αποκοπή]] τών προθέσεων (Αιολική, δυτ. διάλεκτοι, Αρκαδική), ο τ. <i>ἀνα</i>- εμφανίζεται με τη [[μορφή]] <i>ἀν</i>-. Με [[αφομοίωση]] [[προς]] το [[σύμφωνο]] που ακολουθεί μπορούν να προκύψουν οι παραλλαγές <i>ἀλ</i>-, <i>ἀμ</i>-, <i>ἀγ</i>-. Το <i>ὀν</i>- απαντά στις Λεσβιακή, Θεσσαλική και Αρκαδοκυπριακή, όπου δίνει και τ. <i>ὐν</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αναβάλλω]], [[αναβάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀναβακχεύω]], [[ἀναβαστακτήρ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>ἀναβόηση</i>, [[ἀναβόλαιον]] <b>μσν.</b> <i>ἀναβλεμματίζω</i> <b>μσν.-νεοελλ.</b> <i>ἀναβάπτισις</i> (-<i>η</i>) <b>νεοελλ.</b> [[αναβελάζω]], [[αναβλάστημα]].———————— <b>(II)</b><br />(ως επιτατικό) από τη [[σημασία]] της προθ. <i>ἀνά</i>- «[[επάνω]] σε, [[προς]] τα [[επάνω]], [[επάνω]]» (πρβλ. [[ἀναβαίνω]], [[ἀναβλέπω]]) πηγάζει η [[έννοια]] της αυξήσεως και της επιτάσεως πολλών συνθ. λ. με το <i>ἀνά</i>-. Πρβλ. [[αναβοώ]], <i>αναβοΐζω</i>, <i>αναβόαμα</i>, [[ανακράζω]], <i>αναχαίρομαι</i> κ.ά.———————— <b>(III)</b><br />(ως υποκοριστικό)<br />σε [[μερικά]] νεοελλ. [[σύνθετα]] με το <i>ανα</i>- παρατηρείται η [[σημασία]] του υποκορισμού, της ελαττώσεως, η οποία, [[κατά]] τον Φ. Κουκουλέ, προέρχεται από τη βασική [[έννοια]] της πρόθ. <i>ανά</i> «[[επάνω]]» (πρβλ. <i>αναλίπαση</i> «το [[επάνω]] [[επάνω]], επί [[πλέον]] [[λίπος]]» που αντιστοιχεί [[προφανώς]] [[προς]] μικρή [[ποσότητα]] λίπους). Πρόκειται για σημασιολογική [[εξέλιξη]] της πρόθ. <i>ἀνά</i> ανάλογη με τη συγγενή της εννοιολογικά προθ. <i>ἐπί</i> (πρβλ. [[ἐπιμέλας]] «[[μαυριδερός]]», [[ἐπιψαύω]] «[[αγγίζω]] [[ελαφρά]]»). Στην υποκορ. [[σημασία]] της πρόθ. <i>ανά</i> ίσως βοήθησε και η ήδη υπάρχουσα σ’ αυτήν στερ. [[σημασία]], απ’ όπου [[είναι]] δυνατό σε ορισμένες περιπτώσεις να αναπτυχθεί υποκορ. [[έννοια]], όπως συνέβη και το αντίθετο ([[υποκορισμός]] [[άρνηση]], [[στέρηση]]). Πρβλ. [[ανάβαθος]]-[[αναβαθαίνω]], [[ανάβαρος]], <i>ανάβραδος</i>-<i>ανάβραδα</i>, <i>ανάκοντος</i>, <i>ανάλαφρα</i>, <i>ανάρρηχα</i>.———————— <b>(IV)</b><br />(ως α' συνθετικό επιστημονικών όρων)<br />[[κατά]] το [[πρότυπο]] αντίστοιχων λέξεων της Ελληνικής με α΄ συνθ. το <i>ανα</i>- πλάστηκαν πολλοί όροι της ξένης επιστημονικής ορολογίας (ελληνογενείς ή μη), οι οποίοι εισήχθησαν [[συχνά]] και στην επιστημονική [[ορολογία]] της Νέας Ελληνικής, λ.χ. αγγλ. anabolism<br />γαλλ. anabolisme (πρβλ. ελλην. <i>ανα</i>-<i>βολισμός</i>), νεολατιν. <i>anaphylaxis</i><br />γαλλ. <i>anaphylaxie</i><br />γερμ. <i>Anaphylaxie</i> (πρβλ. ελλην. [[αναφυλαξία]]), αγγλ. <i>αnatoxin</i> γαλλ. <i>anatoxine</i><br />γερμ. <i>Anatoxine</i> (πρβλ. ελλην. <i>ανατοξίνη</i>), νεολατιν. <i>anaplasia</i> γαλλ. <i>anaplasie</i> γερμ. <i>Anaplasie</i> (πρβλ. ελλην. <i>αναπλασία</i>) κ.ά.———————— <b>(V)</b><br />(και ανε- ή ανη-)<br />στερ. [[μόρφημα]] ([[αναβροχιά]], [[ανάγλυκος]] <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>βλ.</b> <i>Α</i>, <i>α</i> (το α ως [[πρόθεμα]], 1. στερητικό).
}}
}}