ανα-
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
Greek Monolingual
(I)
(< πρόθ. ἀνά) στις διαλέκτους στις οποίες ισχύει η αποκοπή τών προθέσεων (Αιολική, δυτ. διάλεκτοι, Αρκαδική), ο τ. ἀνα- εμφανίζεται με τη μορφή ἀν-. Με αφομοίωση προς το σύμφωνο που ακολουθεί μπορούν να προκύψουν οι παραλλαγές ἀλ-, ἀμ-, ἀγ-. Το ὀν- απαντά στις Λεσβιακή, Θεσσαλική και Αρκαδοκυπριακή, όπου δίνει και τ. ὐν-.
ΣΥΝΘ. αναβάλλω, αναβάτης
αρχ.
ἀναβακχεύω, ἀναβαστακτήρ
αρχ.-μσν.
ἀναβόηση, ἀναβόλαιον μσν. ἀναβλεμματίζω μσν.-νεοελλ. ἀναβάπτισις (-η) νεοελλ. αναβελάζω, αναβλάστημα.
(II)
(ως επιτατικό) από τη σημασία της προθ. ἀνά- «επάνω σε, προς τα επάνω, επάνω» (πρβλ. ἀναβαίνω, ἀναβλέπω) πηγάζει η έννοια της αυξήσεως και της επιτάσεως πολλών συνθ. λ. με το ἀνά-. Πρβλ. αναβοώ, αναβοΐζω, αναβόαμα, ανακράζω, αναχαίρομαι κ.ά.
(III)
(ως υποκοριστικό)
σε μερικά νεοελλ. σύνθετα με το ανα- παρατηρείται η σημασία του υποκορισμού, της ελαττώσεως, η οποία, κατά τον Φ. Κουκουλέ, προέρχεται από τη βασική έννοια της πρόθ. ανά «επάνω» (πρβλ. αναλίπαση «το επάνω επάνω, επί πλέον λίπος» που αντιστοιχεί προφανώς προς μικρή ποσότητα λίπους). Πρόκειται για σημασιολογική εξέλιξη της πρόθ. ἀνά ανάλογη με τη συγγενή της εννοιολογικά προθ. ἐπί (πρβλ. ἐπιμέλας «μαυριδερός», ἐπιψαύω «αγγίζω ελαφρά»). Στην υποκορ. σημασία της πρόθ. ανά ίσως βοήθησε και η ήδη υπάρχουσα σ’ αυτήν στερ. σημασία, απ’ όπου είναι δυνατό σε ορισμένες περιπτώσεις να αναπτυχθεί υποκορ. έννοια, όπως συνέβη και το αντίθετο (υποκορισμός άρνηση, στέρηση). Πρβλ. ανάβαθος-αναβαθαίνω, ανάβαρος, ανάβραδος-ανάβραδα, ανάκοντος, ανάλαφρα, ανάρρηχα.
(IV)
(ως α' συνθετικό επιστημονικών όρων)
κατά το πρότυπο αντίστοιχων λέξεων της Ελληνικής με α΄ συνθ. το ανα- πλάστηκαν πολλοί όροι της ξένης επιστημονικής ορολογίας (ελληνογενείς ή μη), οι οποίοι εισήχθησαν συχνά και στην επιστημονική ορολογία της Νέας Ελληνικής, λ.χ. αγγλ. anabolism
γαλλ. anabolisme (πρβλ. ελλην. ανα-βολισμός), νεολατιν. anaphylaxis
γαλλ. anaphylaxie
γερμ. Anaphylaxie (πρβλ. ελλην. αναφυλαξία), αγγλ. αnatoxin γαλλ. anatoxine
γερμ. Anatoxine (πρβλ. ελλην. ανατοξίνη), νεολατιν. anaplasia γαλλ. anaplasie γερμ. Anaplasie (πρβλ. ελλην. αναπλασία) κ.ά.
(V)
(και ανε- ή ανη-)
στερ. μόρφημα (αναβροχιά, ανάγλυκος κ.λπ.)
βλ. Α, α (το α ως πρόθεμα, 1. στερητικό).