αμιαντοτσιμέντο: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(3)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το <b>τεχνολ.</b><br />σύνθετο ανόργανο υλικό, που αποτελείται από [[τσιμέντο]] ενισχυμένο με ειδικά διαλεγμένες και επεξεργασμένες ίνες αμιάντου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>amiante</i>-<i>ciment</i> <span style="color: red;"><</span> <i>amiante</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[αμίαντος]]) <span style="color: red;">+</span> <i>ciment</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[τσιμέντο]])].
|mltxt=το <b>τεχνολ.</b><br />σύνθετο ανόργανο υλικό, που αποτελείται από [[τσιμέντο]] ενισχυμένο με ειδικά διαλεγμένες και επεξεργασμένες ίνες αμιάντου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. <i>amiante</i>-<i>ciment</i> <span style="color: red;"><</span> <i>amiante</i> (πρβλ. [[αμίαντος]]) <span style="color: red;">+</span> <i>ciment</i> (πρβλ. [[τσιμέντο]])].
}}
}}

Revision as of 10:39, 23 December 2018

Greek Monolingual

το τεχνολ.
σύνθετο ανόργανο υλικό, που αποτελείται από τσιμέντο ενισχυμένο με ειδικά διαλεγμένες και επεξεργασμένες ίνες αμιάντου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. amiante-ciment < amiante (πρβλ. αμίαντος) + ciment (πρβλ. τσιμέντο)].