αρτιμελής: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(6)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἀρτιμελής]], -ές)<br />αυτός που έχει άρτια, ακέραια τα [[μέλη]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρτι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] <span style="color: red;"><</span> [[μέλος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ολομελής]], [[πολυμελής]])].
|mltxt=-ές (AM [[ἀρτιμελής]], -ές)<br />αυτός που έχει άρτια, ακέραια τα [[μέλη]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρτι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] <span style="color: red;"><</span> [[μέλος]] (πρβλ. [[ολομελής]], [[πολυμελής]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:50, 23 December 2018

Greek Monolingual

-ές (AM ἀρτιμελής, -ές)
αυτός που έχει άρτια, ακέραια τα μέλη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -μελής < μέλος (πρβλ. ολομελής, πολυμελής)].