ασπερχές: Difference between revisions

From LSJ

πολλοὶ γάρ εἰσιν κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → many are called, but few are chosen

Source
(6)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀσπερχές]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br />ακατάπαυστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- (αθροιστικό-επιτακτικό) <span style="color: red;">+</span> <b>πιθ.</b> <i>σπέρχος</i>, το (<span style="color: red;"><</span> <i>σπέρχομαι</i>), του οποίου το ένσιγμο θ. εναλλάσσεται με το [[επίθημα]] -<i>nο</i>-στον τ. [[σπερχνός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[έρεβος]]-[[ερεμνός]])].
|mltxt=[[ἀσπερχές]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br />ακατάπαυστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- (αθροιστικό-επιτακτικό) <span style="color: red;">+</span> <b>πιθ.</b> <i>σπέρχος</i>, το (<span style="color: red;"><</span> <i>σπέρχομαι</i>), του οποίου το ένσιγμο θ. εναλλάσσεται με το [[επίθημα]] -<i>nο</i>-στον τ. [[σπερχνός]] (πρβλ. [[έρεβος]]-[[ερεμνός]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 23 December 2018

Greek Monolingual

ἀσπερχές επίρρ. (Α)
ακατάπαυστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- (αθροιστικό-επιτακτικό) + πιθ. σπέρχος, το (< σπέρχομαι), του οποίου το ένσιγμο θ. εναλλάσσεται με το επίθημα -nο-στον τ. σπερχνός (πρβλ. έρεβος-ερεμνός)].