μηδείς ἀγεωμέτρητος εἰσίτω μου τὴν στέγην → let no one ignorant of geometry come under my roof
ἐρεμνός, -ή, -όν και ἐρεμναῖος, -η, -ον (Α)1. ερεβώδης, μαύρος, ζοφερός, σκοτεινός2. φρ. «ἐρεμνή φάτις» — σκοτεινή φήμη (Σοφ.)3. (ειδ. για αίμα) μαύρος («ἐρεμνὸν αἶμ’ ἔδευσα», Σοφ.)4. φοβερός, αποτρόπαιος, ολέθριος.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έρεβος].