ερεμνός

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source

Greek Monolingual

ἐρεμνός, -ή, -όν και ἐρεμναῖος, -η, -ον (Α)
1. ερεβώδης, μαύρος, ζοφερός, σκοτεινός
2. φρ. «ἐρεμνή φάτις» — σκοτεινή φήμη (Σοφ.)
3. (ειδ. για αίμα) μαύρος («ἐρεμνὸν αἶμ’ ἔδευσα», Σοφ.)
4. φοβερός, αποτρόπαιος, ολέθριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έρεβος].