ἀθῷος: Difference between revisions

1,093 bytes added ,  30 December 2018
2
(ab2)
(2)
Line 18: Line 18:
{{Abbott
{{Abbott
|astxt=[[ἀθῷος]] (Rec. [[wrongly]], -ῶος; LS, s.v.; Mayser, 131), -ον (< [[θωή]], a [[penalty]]), [in LXX [[chiefly]] for נקה ni., pi., נָקִי ;] <br /><b class="num">1.</b>[[unpunished]] (MM, VGT, s.v.). <br /><b class="num">2.</b>[[innocent]]: Mt 27:4 (WH, R, mg., δίκαιον) 27:24.
|astxt=[[ἀθῷος]] (Rec. [[wrongly]], -ῶος; LS, s.v.; Mayser, 131), -ον (< [[θωή]], a [[penalty]]), [in LXX [[chiefly]] for נקה ni., pi., נָקִי ;] <br /><b class="num">1.</b>[[unpunished]] (MM, VGT, s.v.). <br /><b class="num">2.</b>[[innocent]]: Mt 27:4 (WH, R, mg., δίκαιον) 27:24.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀθῷος:''' -ον ([[θωά]], Ιων. [[θωιή]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ατιμώρητος]], μη [[ένοχος]], σε Ευρ. κ.λπ.· <i>ἀθῴους καθιστάναι [[τινάς]]</i>, το να εξασφαλίζεται η [[ασυλία]], η [[ατιμωρησία]] τους, σε Δημ.· <i>ἀθῷον ἀφιέναι</i>, στον ίδ.· [[ἀθῷος]] ἀπαλλάττειν ή <i>-εσθαι</i>, το να φεύγει [[κάποιος]] [[ατιμώρητος]], το να απαλλάσσεται ως [[αθώος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> απαλλαγμένος από [[κάτι]], με γεν., σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[αβλαβής]], [[ανέπαφος]] από [[κάτι]], με γεν., [[ἀθῷος]] τῆς Φιλίππου δυναστείας, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν αξίζει [[τιμωρία]], αυτός που δεν υποπίπτει σε [[σφάλμα]] ή σε [[πταίσμα]], στον ίδ.
}}
}}