3,274,789
edits
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀθῷος:''' -ον ([[θωά]], Ιων. [[θωιή]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ατιμώρητος]], μη [[ένοχος]], σε Ευρ. κ.λπ.· <i>ἀθῴους καθιστάναι [[τινάς]]</i>, το να εξασφαλίζεται η [[ασυλία]], η [[ατιμωρησία]] τους, σε Δημ.· <i>ἀθῷον ἀφιέναι</i>, στον ίδ.· [[ἀθῷος]] ἀπαλλάττειν ή <i>-εσθαι</i>, το να φεύγει [[κάποιος]] [[ατιμώρητος]], το να απαλλάσσεται ως [[αθώος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> απαλλαγμένος από [[κάτι]], με γεν., σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[αβλαβής]], [[ανέπαφος]] από [[κάτι]], με γεν., [[ἀθῷος]] τῆς Φιλίππου δυναστείας, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν αξίζει [[τιμωρία]], αυτός που δεν υποπίπτει σε [[σφάλμα]] ή σε [[πταίσμα]], στον ίδ. | |lsmtext='''ἀθῷος:''' -ον ([[θωά]], Ιων. [[θωιή]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ατιμώρητος]], μη [[ένοχος]], σε Ευρ. κ.λπ.· <i>ἀθῴους καθιστάναι [[τινάς]]</i>, το να εξασφαλίζεται η [[ασυλία]], η [[ατιμωρησία]] τους, σε Δημ.· <i>ἀθῷον ἀφιέναι</i>, στον ίδ.· [[ἀθῷος]] ἀπαλλάττειν ή <i>-εσθαι</i>, το να φεύγει [[κάποιος]] [[ατιμώρητος]], το να απαλλάσσεται ως [[αθώος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> απαλλαγμένος από [[κάτι]], με γεν., σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[αβλαβής]], [[ανέπαφος]] από [[κάτι]], με γεν., [[ἀθῷος]] τῆς Φιλίππου δυναστείας, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν αξίζει [[τιμωρία]], αυτός που δεν υποπίπτει σε [[σφάλμα]] ή σε [[πταίσμα]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀθῷος:''' <b class="num">1)</b> освобожденный от наказания, ненаказанный (τινος Diod.): ἀ. ἀπαλλάττειν или ἀπαλλάττεσθαι Lys., Plat. быть освобожденным от наказания; ἀθῷον ἀφεῖναί τινα Dem. отпустить без наказания (оправдать) кого-л.; οὐδὲ εἶς ἀδικήσας ἀ. διέφυγεν Men. ни один провинившийся не ускользнул от наказания; πληγῶν ἀ. Arph. не подлежащий телесному наказанию; ἀθῴους καθιστάναι τινάς Dem. оставить безнаказанным кого-л.;<br /><b class="num">2)</b> невиновный: ἀ. ἅπασι Dem. ни в чем не виноватый; ἀ. [[ἀπό]] τινος NT невиновный в чем-л.;<br /><b class="num">3)</b> не потерпевший ущерба, незадетый: [[ὅστις]] ἀ. τινος γέγονεν Dem. всякий, кто не страдал от чего-л.;<br /><b class="num">4)</b> не причиняющий ущерба, безвредный Dem. | |||
}} | }} |