ἀλήλεκα: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(big3_3)
(2)
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. 2 [[ἀλέω]].
|dgtxt=v. 2 [[ἀλέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλήλεκα:''' -εμαι ή -εσμαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του [[ἀλέω]].
}}
}}

Revision as of 17:44, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἀλήλεκα: ἀλήλεμαι ἢ -εσμαι, ἴδε ἐν λ. ἀλέω = ἀλήθω.

French (Bailly abrégé)

v. ἀλέω.

Spanish (DGE)

v. 2 ἀλέω.

Greek Monotonic

ἀλήλεκα: -εμαι ή -εσμαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του ἀλέω.