ἐρευνητέον: Difference between revisions
From LSJ
(6_20) |
(4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐρευνητέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ἐρευνάω]], δεῖ ἐρευνᾶν, Ξεν. Συμπ. 8. 39. | |lstext='''ἐρευνητέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ἐρευνάω]], δεῖ ἐρευνᾶν, Ξεν. Συμπ. 8. 39. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐρευνητέον:''' ρημ. επίθ., πρέπει να ερευνήσουμε, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 30 December 2018
English (LSJ)
A one must inquire, ποῖα.. X.Smp.8.39 ; εἰ.. Ph.2.27.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρευνητέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐρευνάω, δεῖ ἐρευνᾶν, Ξεν. Συμπ. 8. 39.
Greek Monotonic
ἐρευνητέον: ρημ. επίθ., πρέπει να ερευνήσουμε, σε Ξεν.