τοσάκις: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(41)
(6)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ και ποιητ. τ. [[τοσσάκι]] Α<br /><b>επίρρ.</b> τόσες φορές, τόσο [[συχνά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόσος]] / [[τόσσος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>άκις</i>/-<i>ακι</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πεντ</i>-<i>άκις</i> / <i>πεντ</i>-<i>άκι</i>), <b>βλ.</b> και λ. -<i>κις</i>].
|mltxt=ΜΑ και ποιητ. τ. [[τοσσάκι]] Α<br /><b>επίρρ.</b> τόσες φορές, τόσο [[συχνά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόσος]] / [[τόσσος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>άκις</i>/-<i>ακι</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πεντ</i>-<i>άκις</i> / <i>πεντ</i>-<i>άκι</i>), <b>βλ.</b> και λ. -<i>κις</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τοσάκῐς:''' [ᾰ], Επικ. τοσσάκῐ, επίρρ., ([[τόσος]]), τόσες πολλές φορές, τόσο [[συχνά]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 19:00, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 1130] adv., so viel Male, so oft, ep. auch τοσσάκις u. τοσσάκι.

Greek (Liddell-Scott)

τοσάκῐς: [ᾰ], Ἐπίρρ., (τόσος) ὡς καὶ νῦν, τόσας φοράς, ἐν χρήσει ἐν τῷ Ἐπικῷ τύπῳ τοσσάκι, Ἰλ. 268, Φ. 197, Σιμωνίδ., κλπ.· κατ’ ἔκθλιψιν, ὁσσάκι γὰρ κύψει’ ὁ γέρων, πιέειν μενεαίνων, τοσσάχ’ ὕδωρ ἀπολέσκετ’ ἀναβροχὲν Ὀδ. Λ. 585. Πρβλ. ὁσάκι.

French (Bailly abrégé)

adv.
autant de fois.
Étymologie: τόσος, -ακις.

Greek Monolingual

ΜΑ και ποιητ. τ. τοσσάκι Α
επίρρ. τόσες φορές, τόσο συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος / τόσσος + επιρρμ. κατάλ. -άκις/-ακι (πρβλ. πεντ-άκις / πεντ-άκι), βλ. και λ. -κις].

Greek Monotonic

τοσάκῐς: [ᾰ], Επικ. τοσσάκῐ, επίρρ., (τόσος), τόσες πολλές φορές, τόσο συχνά, σε Ομήρ. Ιλ.