συνευνάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
(Bailly1_5)
 
(6)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> συνηυνάσθην;<br />s’unir à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[εὐνάζω]].
|btext=<i>ao.</i> συνηυνάσθην;<br />s’unir à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[εὐνάζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνευνάζομαι:''' Παθ., [[κοιμάμαι]] μαζί με κάποιον, λέγεται για σαρκική [[επαφή]], σε Πίνδ., Σοφ.
}}
}}

Revision as of 19:08, 30 December 2018

French (Bailly abrégé)

ao. συνηυνάσθην;
s’unir à, τινι.
Étymologie: σύν, εὐνάζω.

Greek Monotonic

συνευνάζομαι: Παθ., κοιμάμαι μαζί με κάποιον, λέγεται για σαρκική επαφή, σε Πίνδ., Σοφ.