ἐρυθραίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest

Source
(4)
(No difference)

Revision as of 19:20, 30 December 2018

Greek Monotonic

ἐρυθραίνομαι: Παθ., γίνομαι κόκκινος, αναψοκοκκινίζω, κοκκινίζω από ντροπή, σε Ξεν.