Ποτιδᾶς: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
(6_20)
 
(6)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''Ποτῑδᾶς''': Ποτιδᾶν ἢ Ποτῑδάν, Ποτῑδάων, Δωρ. ἀντὶ [[Ποσειδῶν]]· [[ὅθεν]] τὸ [[ὄνομα]] τῆς Δωρικῆς πόλεως Ποτῑδαίας, Ἀριστοφ. Ἱππ. 438, Θουκ., κτλ.· Ποτιδαίη παρ’ Ἡρόδ. 7. 123, κτλ.· φέρεται Ποτείδαια ἐν τῇ Κεραμικῇ ἐπιγραφ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 170)· ― Ποτῑδαιάτης, Ἰων. -ήτης, ὁ, [[κάτοικος]] Ποτιδαίας, Ἡρόδ. 8. 126, Θουκ., κτλ.· Ποτῑδαιατικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Ποτίδαιαν καὶ τοὺς κατοίκους αὐτῆς, Θουκ. 1. 118, κτλ. ― Ἴδε Γ. Χατζιδάκιν ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θ΄, σ. 190 κἑξ.
|lstext='''Ποτῑδᾶς''': Ποτιδᾶν ἢ Ποτῑδάν, Ποτῑδάων, Δωρ. ἀντὶ [[Ποσειδῶν]]· [[ὅθεν]] τὸ [[ὄνομα]] τῆς Δωρικῆς πόλεως Ποτῑδαίας, Ἀριστοφ. Ἱππ. 438, Θουκ., κτλ.· Ποτιδαίη παρ’ Ἡρόδ. 7. 123, κτλ.· φέρεται Ποτείδαια ἐν τῇ Κεραμικῇ ἐπιγραφ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 170)· ― Ποτῑδαιάτης, Ἰων. -ήτης, ὁ, [[κάτοικος]] Ποτιδαίας, Ἡρόδ. 8. 126, Θουκ., κτλ.· Ποτῑδαιατικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Ποτίδαιαν καὶ τοὺς κατοίκους αὐτῆς, Θουκ. 1. 118, κτλ. ― Ἴδε Γ. Χατζιδάκιν ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θ΄, σ. 190 κἑξ.
}}
{{lsm
|lsmtext='''Ποτῑδᾶς:''' Ποτῑδάν, Ποτῑδάων, Δωρ. αντί [[Ποσειδῶν]], απ' όπου το όνομα της Δωρ. πόλης Ποτῑδαία, <i>ἡ</i>, (βλ. αυτ.), σε Αριστοφ. κ.λπ.· Ποτῑδαιάτης, Ιων. -ήτης, <i>ὁ</i>, [[κάτοικος]] της Ποτίδαιας, σε Ηρόδ. κ.λπ.· Ποτῑδαιατικός, <i>-ή</i>, <i>-όν</i>, αυτός που προέρχεται από την [[Ποτίδαια]], σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 19:40, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

Ποτῑδᾶς: Ποτιδᾶν ἢ Ποτῑδάν, Ποτῑδάων, Δωρ. ἀντὶ Ποσειδῶν· ὅθεν τὸ ὄνομα τῆς Δωρικῆς πόλεως Ποτῑδαίας, Ἀριστοφ. Ἱππ. 438, Θουκ., κτλ.· Ποτιδαίη παρ’ Ἡρόδ. 7. 123, κτλ.· φέρεται Ποτείδαια ἐν τῇ Κεραμικῇ ἐπιγραφ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 170)· ― Ποτῑδαιάτης, Ἰων. -ήτης, ὁ, κάτοικος Ποτιδαίας, Ἡρόδ. 8. 126, Θουκ., κτλ.· Ποτῑδαιατικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Ποτίδαιαν καὶ τοὺς κατοίκους αὐτῆς, Θουκ. 1. 118, κτλ. ― Ἴδε Γ. Χατζιδάκιν ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θ΄, σ. 190 κἑξ.

Greek Monotonic

Ποτῑδᾶς: Ποτῑδάν, Ποτῑδάων, Δωρ. αντί Ποσειδῶν, απ' όπου το όνομα της Δωρ. πόλης Ποτῑδαία, , (βλ. αυτ.), σε Αριστοφ. κ.λπ.· Ποτῑδαιάτης, Ιων. -ήτης, , κάτοικος της Ποτίδαιας, σε Ηρόδ. κ.λπ.· Ποτῑδαιατικός, , -όν, αυτός που προέρχεται από την Ποτίδαια, σε Θουκ.