3,277,179
edits
(37) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-αος, τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[σκέπασμα]], [[κάλυμμα]] (α. «χλαίνης λιτὸν [[σκέπας]]», Παρμ.<br />β. «ζωσάμενοι σκέπασι λινοῑς», Πορφ.)<br /><b>2.</b> [[σκέπη]], [[καταφύγιο]] («ἐπὶ [[σκέπας]] ἦν ἀνέμοιο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[πρόσχημα]], [[πρόφαση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. [[σκέπας]] [[είναι]] η αρχαιότερη της οικογένειας αυτής (<b>πρβλ.</b> [[σκέπη]], [[σκέπω]], [[σκεπάζω]] <b>κ.λπ.</b>), η οποία έχει την ειδική σημ. της προστασίας και όχι [[απλώς]] της κάλυψης και [[έτσι]] διακρίνεται από τις οικογένειες τών ρ. [[καλύπτω]] και [[στέγω]]. Κατά μία [[άποψη]], η λ. συνδέεται με λιθουαν. <i>kepure</i>, ρωσ. <i>čepec</i> με σημ. «[[σκούφια]]»]. | |mltxt=-αος, τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[σκέπασμα]], [[κάλυμμα]] (α. «χλαίνης λιτὸν [[σκέπας]]», Παρμ.<br />β. «ζωσάμενοι σκέπασι λινοῑς», Πορφ.)<br /><b>2.</b> [[σκέπη]], [[καταφύγιο]] («ἐπὶ [[σκέπας]] ἦν ἀνέμοιο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[πρόσχημα]], [[πρόφαση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. [[σκέπας]] [[είναι]] η αρχαιότερη της οικογένειας αυτής (<b>πρβλ.</b> [[σκέπη]], [[σκέπω]], [[σκεπάζω]] <b>κ.λπ.</b>), η οποία έχει την ειδική σημ. της προστασίας και όχι [[απλώς]] της κάλυψης και [[έτσι]] διακρίνεται από τις οικογένειες τών ρ. [[καλύπτω]] και [[στέγω]]. Κατά μία [[άποψη]], η λ. συνδέεται με λιθουαν. <i>kepure</i>, ρωσ. <i>čepec</i> με σημ. «[[σκούφια]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σκέπας:''' -αος, τό ([[σκέπω]]), [[σκέπασμα]], [[κάλυμμα]], [[στέγαστρο]], [[καταφύγιο]]· ἐπὶ [[σκέπας]], [[κάτω]] από το [[στέγαστρο]] ή μέσα στο [[καταφύγιο]], σε Ομήρ. Οδ.· [[σκέπας]] ἀνέμοιο, [[καταφύγιο]] από τον άνεμο, στο ίδ.· ονομ. και αιτ. πληθ. <i>σκέπᾰ</i>, σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |