ἐπίφορος: Difference between revisions

4
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[ἐπίφορος]], -ον) [[επιφέρω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> (για άνεμο) αυτός που πέφτει [[κάθετα]] στο [[ιστίο]] του πλοίου, κν. [[άνεμος]] της φούσκας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί σε μια [[διεύθυνση]] («εἰ [[ἄνεμος]] ἐπεγένετο τῇ φλογὶ [[ἐπίφορος]] ἐς αὐτὴν [τὴν πόλιν]», <b>Θουκ.</b>]<br /><b>2.</b> (για άνεμο) [[ευνοϊκός]], [[ούριος]] («ἐν Αὐλίδι πνεῡμα τοῑς Ἕλλησιν οὐκ ἐγένετο ἐπίφορον», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει [[κλίση]], [[ροπή]] σε [[κάτι]], [[ευεπίφορος]], [[επιρρεπής]] («[[ἐπίφορος]] πρὸς δεισιδαιμονίαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αρμόδιος]], [[κατάλληλος]]<br /><b>5.</b> (για [[έγγραφο]]) αυτός που σχετίζεται με το προκείμενο [[ζήτημα]]<br /><b>6.</b> (για [[έδαφος]]) [[κατωφερής]] («ἐκ τόπων ἐπιφόρων ὅλην ἐπερείσας τήν [[φάλαγγα]] τοῑς Ῥωμαίοις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[έγκυος]], [[επίτοκος]].
|mltxt=-ο (Α [[ἐπίφορος]], -ον) [[επιφέρω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> (για άνεμο) αυτός που πέφτει [[κάθετα]] στο [[ιστίο]] του πλοίου, κν. [[άνεμος]] της φούσκας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί σε μια [[διεύθυνση]] («εἰ [[ἄνεμος]] ἐπεγένετο τῇ φλογὶ [[ἐπίφορος]] ἐς αὐτὴν [τὴν πόλιν]», <b>Θουκ.</b>]<br /><b>2.</b> (για άνεμο) [[ευνοϊκός]], [[ούριος]] («ἐν Αὐλίδι πνεῡμα τοῑς Ἕλλησιν οὐκ ἐγένετο ἐπίφορον», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει [[κλίση]], [[ροπή]] σε [[κάτι]], [[ευεπίφορος]], [[επιρρεπής]] («[[ἐπίφορος]] πρὸς δεισιδαιμονίαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αρμόδιος]], [[κατάλληλος]]<br /><b>5.</b> (για [[έγγραφο]]) αυτός που σχετίζεται με το προκείμενο [[ζήτημα]]<br /><b>6.</b> (για [[έδαφος]]) [[κατωφερής]] («ἐκ τόπων ἐπιφόρων ὅλην ἐπερείσας τήν [[φάλαγγα]] τοῑς Ῥωμαίοις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[έγκυος]], [[επίτοκος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίφορος:''' -ον ([[ἐπιφέρω]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μεταφέρει προς μια [[κατεύθυνση]], σε Θουκ.· [[ευνοϊκός]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[έδαφος]], [[κατηφορικός]], κεκλιμένος, σε Πλούτ.<br /><b class="num">III.</b> [[έγκυος]], σε Ξεν.
}}
}}