Anonymous

ἐπίφορος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίφορος:''' -ον ([[ἐπιφέρω]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μεταφέρει προς μια [[κατεύθυνση]], σε Θουκ.· [[ευνοϊκός]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[έδαφος]], [[κατηφορικός]], κεκλιμένος, σε Πλούτ.<br /><b class="num">III.</b> [[έγκυος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐπίφορος:''' -ον ([[ἐπιφέρω]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μεταφέρει προς μια [[κατεύθυνση]], σε Θουκ.· [[ευνοϊκός]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[έδαφος]], [[κατηφορικός]], κεκλιμένος, σε Πλούτ.<br /><b class="num">III.</b> [[έγκυος]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίφορος:''' <b class="num">1)</b> (куда-л.) несущий: [[ἄνεμος]] ἐ. ἐς τὴν πόλιν Thuc. ветер, дующий по направлению к городу;<br /><b class="num">2)</b> наклонный, покатый (τόποι Plut.);<br /><b class="num">3)</b> благосклонный ([[παῖς]] ὁ Μαίας ἐπιφορώτατος Aesch. - v. l. [[ἐπεὶ]] φορώτατος);<br /><b class="num">4)</b> склонный (εἴς и πρός τι Plut.);<br /><b class="num">5)</b> благоприятный, попутный ([[πνεῦμα]] Plut.);<br /><b class="num">6)</b> удобный (κατάρσεις Plut.);<br /><b class="num">7)</b> близкая к родам, готовая родить (ἡ [[κύων]] Xen.).
}}
}}