ἐπίφορος
Ἐλευθέρου γάρ ἐστι τἀληθῆ λέγειν → Perhibere vera semper ingenuum decet → Die Wahrheit sagen ist des freien Mannes Art
English (LSJ)
ἐπίφορον, (ἐπιφέρω)
A carrying towards, εἰ ἄνεμος ἐπεγένετο τῇ φλογὶ ἐπίφορος ἐς [τὴν πόλιν] Th.3.74, cf. 2.77; favourable, of winds. Paus.8.28.4; ἐπιφορώτατος [Ἑρμῆς] A.Ch.813 (lyr.).
II leaning or prone to a thing, ἐ. κάτω ῥέψαι gloss in Hp.Art.14 (Comp.); πρὸς δεισιδαιμονίαν Plu.2.703d; well-suited, εἴς τι Longin.5, Plu.2.623d. Adv. ἐπιφόρως = with inclination, ἐπιφόρως ἔχειν πρός τι = be inclined Str.12.3.26.
b of documents, applicable, relating to the matter in hand (cf. ἐπιφέρω 1.9), POxy.266.14, 1282.33 (i A. D.).
2 of ground, sloping, Hp.Ep.17.
III pregnant, Id.Prorrh.1.103; near the time of bringing forth, X.Cyn.7.2; of plants, Thphr.CP3.2.8.
German (Pape)
[Seite 1001] 1) nachdringend, daranstoßend, vom günstigen Winde, Luc. u. Sp.; Thuc. 3, 74 εἰ ἄνεμος ἐπεγένετο τῇ φλογὶ ἐπίφορος ἐς τὴν πόλιν, wenn ein Wind dazu gekommen wäre, der die Flamme in die Stadt getrieben hätte; Aesch. Ch. 800 παῖς ὁ Μαίας ἐπιφορώτατος, geneigt; Neigung wozu habend, εἰς ποίησιν Plut.; πρός τι, Hel. – 21 der Geburt nahe, schwanger, Hippocr.; trächtig, von Hunden, Xen. Cyn. 7, 2. – Adv., ἐπιφόρως ἔχειν πρός τι, geneigt sein wozu, Strab. XII, 553.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. qui porte sur ou vers ; favorable;
II. qui se porte sur ou vers, qui pousse vers, d'où
1 qui se dirige vers en parl. d'un vent : ἐπ. ἐς τὴν πόλιν THC qui souffle vers la ville;
2 qui va en pente ; fig. porté à, enclin à : εἴς τι à qch;
Sp. ἐπιφορώτατος.
Étymologie: ἐπιφέρω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίφορος:
1 (куда-л.) несущий: ἄνεμος ἐ. ἐς τὴν πόλιν Thuc. ветер, дующий по направлению к городу;
2 наклонный, покатый (τόποι Plut.);
3 благосклонный (παῖς ὁ Μαίας ἐπιφορώτατος Aesch. - v.l. ἐπεὶ φορώτατος);
4 склонный (εἴς и πρός τι Plut.);
5 благоприятный, попутный (πνεῦμα Plut.);
6 удобный (κατάρσεις Plut.);
7 близкая к родам, готовая родить (ἡ κύων Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίφορος: -ον, (ἐπιφέρω) φέρων πρός τι μέρος, εἰ ἄνεμος ἐπεγένετο τῇ φλογὶ ἐπίφορος ἐς τὴν πόλιν Θουκ. 3. 74, πρβλ. 2. 77· εὐνοϊκός, οὔριος, ἐπὶ ἀνέμων, Παυσ. 8. 28, 4· ἐπιφορώτατος, ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Αἰσχύλ. Χο. 813. ΙΙ. διατεθειμένος, ἔχων κλίσιν νά, ἐπίφορος ῥέπειν πρός τι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 792· ἁρμόδιος, κατάλληλος, εἴς τι Λογγῖν. 5. 1· ἀπολ., λάγνος, ἀκόλαστος. Ἱππ. 1280. 23. ― Ἐπίρρ. ἐπιφόρως ἔχειν πρός τι Στράβ. 553. 2) ἐπὶ ἐδάφους, κατωφερής, Λατ. acclivis, Πλουτ. Φλαμιν. 8 ΙΙΙ. ἔγκυος, Ἱππ. Προρρ. 75· ἐπίτεξ, Ξεν. Κύρ. 7. 2· «ἐπίφορος· τοῦ τεκεῖν. ἐγγὺς οὖσα» Ἡσύχ.: ἐπὶ φυτῶν, ἔτι τὸ μὲν μετοπωρινὸν ἔγκυμον εἶναι καὶ ἐπίφορον Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 2, 8.
Greek Monolingual
-ο (Α ἐπίφορος, -ον) επιφέρω
νεοελλ.
ναυτ. (για άνεμο) αυτός που πέφτει κάθετα στο ιστίο του πλοίου, κν. άνεμος της φούσκας
αρχ.
1. αυτός που οδηγεί σε μια διεύθυνση («εἰ ἄνεμος ἐπεγένετο τῇ φλογὶ ἐπίφορος ἐς αὐτὴν [τὴν πόλιν]», Θουκ.]
2. (για άνεμο) ευνοϊκός, ούριος («ἐν Αὐλίδι πνεῦμα τοῖς Ἕλλησιν οὐκ ἐγένετο ἐπίφορον», Παυσ.)
3. αυτός που έχει κλίση, ροπή σε κάτι, ευεπίφορος, επιρρεπής («ἐπίφορος πρὸς δεισιδαιμονίαν», Πλούτ.)
4. αρμόδιος, κατάλληλος
5. (για έγγραφο) αυτός που σχετίζεται με το προκείμενο ζήτημα
6. (για έδαφος) κατωφερής («ἐκ τόπων ἐπιφόρων ὅλην ἐπερείσας τήν φάλαγγα τοῖς Ῥωμαίοις», Πλούτ.)
7. έγκυος, επίτοκος.
Greek Monotonic
ἐπίφορος: -ον (ἐπιφέρω),·
I. αυτός που μεταφέρει προς μια κατεύθυνση, σε Θουκ.· ευνοϊκός, σε Αισχύλ.
II. λέγεται για έδαφος, κατηφορικός, κεκλιμένος, σε Πλούτ.
III. έγκυος, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἐπίφορος, ον ἐπιφέρω
I. carrying towards, Thuc.: favourable, Aesch.
II. of ground, sloping, Plut.
III. near the time of bringing forth, Xen.
Lexicon Thucydideum
ferens (de vento), blowing (of wind), 2.77.5,
similiter similarly 3.74.2.
Translations
pregnant
Afrikaans: swanger; Albanian: shtatzënë; Arabic: حَامِل, حَوامِلُ, حُبْلَى; Armenian: հղի; Old Armenian: յղի, յղացեալ, սաղմնառեալ; Assyrian Neo-Aramaic: ܒܛܝܼܢܵܐ, ܒܛܝܼܢܬܵܐ, ܝܲܩܘܼܪܬܵܐ; Asturian: preñada; Avar: къинай; Azerbaijani: boylu, hamilə; Bashkir: ауырлы, йөклө, ауыр аяҡлы, ауырға уҙған, буйға уҙған; Belarusian: цяжарны, чараваты, бярэменны; Bengali: গর্ভবতী; Bikol Central: bados; Bulgarian: бременен, труден; Burmese: ကိုယ်ဝန်ရှိ, ဗိုက်ကြီး; Catalan: embarassat, encinta, prenyat, gràvid; Cebuano: buros; Chinese Cantonese: 懷孕/怀孕, 大肚, 懷胎/怀胎, 有喜, 有咗, 有身己; Mandarin: 懷孕/怀孕, 有喜, 有了; Min Nan: 懷胎/怀胎, 有身, 病囝, 大腹肚, 有囡仔, 有矣, 帶膭/带𱼏, 大肚胿, 懷孕/怀孕, 有胎, 有身孕; Crimean Tatar: ağırayaqlı, yüklü, hamile; Czech: těhotný, březí; Dalmatian: prin; Danish: gravid, svanger, højgravid, drægtig, med barn, ventende, frugtsommelig; Dutch: zwanger, drachtig; Esperanto: graveda; Estonian: rase, tiine; Faroese: við barn, upp á vegin, tvílívað; Finnish: raskaana oleva; French: enceinte, pleine, gravide, en gestation; Friulian: gravide, incinte; Georgian: ფეხმძიმე, ორსული; German: schwanger, trächtig; Greek: έγκυος; Ancient Greek: βαρεῖα, βαρύφορτος, γαστροβαρής, ἐγγάστριος, ἔγκαρπος, ἔγκυαρ, ἐγκυμονοῦσα, ἐγκύμων, ἔγκυος, ἔμβαρος, ἔμβρεφος, ἐν γαστρὶ ἔχουσα, ἔμπαις, ἔνθορος, ἔντοκος, ἐπίφορος, ἔπογκος, κυηρός, κυμάς, κυόεις, κυοφόρος, παιδοῦς, παιδοῦσα; Greenlandic: naartusoq, ilumittoq; Guaraní: tyeguasu; Gujarati: સગર્ભા; Haitian Creole: ansent; Hawaiian: hāpai; Hebrew: מעובר \ מְעֻבָּר, בהיריון \ בְּהֵרָיוֹן, הָרָה; Hindi: गर्भवती, अर्थगर्भित, भावपूर्ण, परिग्राही, अर्थपूर्ण, गर्भिणी, परिपूर्ण; Hungarian: terhes, várandós, állapotos; Icelandic: óléttur, ófrískur, þungaður, barnshafandi, vanfær; Ido: gravida; Ilocano: masikog; Indonesian: hamil; Irish: torrach, ag iompar clainne; Italian: incinta, gravida, pregna; Japanese: 妊娠している, おめでた; Kazakh: жүкті, екіқабат; Khmer: ទ្រង់គភ៌, ពពោះ, មានគភ៌, មានផ្ទៃ, មានផ្ទៃពោះ, មានពោះពុង, កំផើម, ទម្ងន់, ស្ពាយបាត្រ; Korean: 임신하다; Kurdish Central Kurdish: دوو گیان, جووت گیان, زگ, باردار; Kyrgyz: жүктүү, бооз, боюнда бар; Ladin: aspité; Ladino: parida; Lao: ພາມານ, ມີຄັນ, ຖືພາ, ມານ, ມີທ້ອງ, ມີລູກ, ຄັບພະ, ຊົງຄັບ, ຕັ້ງທ້ອງ, ຖືພາຄາທ້ອງ, ຖືພາມານ; Latin: gravidus, praegnans, praegnas; Latvian: grūts, grūsns; Lithuanian: nėščia; Macedonian: бремен, труден; Malay: bunting, hamil, mengandung, berbadan dua; Malayalam: ഗർഭിണി; Maltese: tqila, tqal, ħobla; Maléku Jaíka: fiúrusuf; Manchu: ᡩᠠᠪᡴᠸᡵᡳ, ᠵᡠᡵᠰᡠ, ᠰᡠᠴᡳᠯᡝᠮᠪᡳ; Maori: hapū, āhua; Mongolian Cyrillic: жирэмсэн; Mongolian: ᠵᠢᠷᠮᠥᠰᠦᠨ; Neapolitan: prena; Norman: encheinte; Northern Norwegian Bokmål: gravid, svanger, drektig, høygravid, høggravid; Nynorsk: gravid, høggravid; Occitan: prenha; Old English: bearnēacen; Oromo: ulfa; Pashto: حامله; Persian: باردار, حامله, آبستن; Plautdietsch: schwanga, droagent; Polish: ciężarny, w ciąży, brzemienny; Portuguese: grávida, prenhe, prenha; Punjabi: ਗਰਭਿਣੀ; Quechua: cicu; Romanian: gravid, însărcinat, borțos; Romansch: en speranza; Russian: беременный, в положении, на сносях, на сносях, брюхатый; Sanskrit: गर्भवती; Sardinian: pringiu, prinzu, prossimu; Scots: buggen, biggen; Scottish Gaelic: torrach, trom, beò-leatromach, leatromach; Serbo-Croatian Cyrillic: бремѐнит, трудан; Roman: bremènit, trúdan; Sicilian: ncinta, prena; Slovak: tehotný, brezivý; Slovene: noseči, brej; Sorbian Lower Sorbian: samodruga; Spanish: embarazada, preñada, encinta, en estado; Swedish: gravid, havande, på smällen, dräktig; Sylheti: ꠉꠣꠜꠤꠘ; Tagalog: buntis; Tajik: ҳомила, ҳомиладор, бордор, обистан; Tatar: йөкле; Telugu: గర్భిణి, కడుపుతో ఉన్న; Thai: มีครรภ์, ตั้งครรภ์, ท้อง; Tibetan: ཕྲུ་གུ་སྐྱེ་ཡག་ཡོད་པ; Tocharian B: itomtsa, preṃtsa; Turkish: gebe, hamile; Turkmen: göwreli; Ukrainian: вагі́тний, важкий, тяжкий, череватий, беремі́нний; Urdu: حاملہ; Uyghur: ھامىلىدار; Uzbek: homilador, boʻgʻoz; Vietnamese: có thai, có mang thai, có chửa; Waray-Waray: burod; Welsh: beichiog; West Frisian: swier; Yiddish: שוואַנגער, מעוברת, מעוברתדיק, טראָגעדיק, בײַכלדיק, סמיקעדיק; Zazaki: hal, lıngagıran, awr