σατίνη: Difference between revisions

6
(36)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />[[πολεμικός]] [[δίφρος]], πολεμικό [[άρμα]] («ζυγίους ζεύξασα θεὰ σατίνας», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για φρυγικό [[δάνειο]] (<b>πρβλ.</b> αρμεν. <i>sayl</i> «[[άρμα]]»). Ο τ. συνδέεται με τον τ. [[σάτιλλα]] «[[Πλειάς]]», [[επειδή]] ο [[αστερισμός]] έμοιαζε με [[άρμα]], και ανάγεται πιθ. σε αμάρτυρο αρμεν. <i>satilya</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], πρόκειται για λ. θρακικής προέλευσης].
|mltxt=ἡ, Α<br />[[πολεμικός]] [[δίφρος]], πολεμικό [[άρμα]] («ζυγίους ζεύξασα θεὰ σατίνας», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για φρυγικό [[δάνειο]] (<b>πρβλ.</b> αρμεν. <i>sayl</i> «[[άρμα]]»). Ο τ. συνδέεται με τον τ. [[σάτιλλα]] «[[Πλειάς]]», [[επειδή]] ο [[αστερισμός]] έμοιαζε με [[άρμα]], και ανάγεται πιθ. σε αμάρτυρο αρμεν. <i>satilya</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], πρόκειται για λ. θρακικής προέλευσης].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σᾰτίνη:''' [ῐ], ἡ, πολεμικό [[άρμα]], [[άμαξα]], σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ. (άγν. προέλ.).
}}
}}