Anonymous

σατίνη: Difference between revisions

From LSJ
36
(Bailly1_4)
(36)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> char de combat;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> chariot, char.<br />'''Étymologie:''' DELG mot certainement emprunté, pê au phrygien.
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> char de combat;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> chariot, char.<br />'''Étymologie:''' DELG mot certainement emprunté, pê au phrygien.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />[[πολεμικός]] [[δίφρος]], πολεμικό [[άρμα]] («ζυγίους ζεύξασα θεὰ σατίνας», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για φρυγικό [[δάνειο]] (<b>πρβλ.</b> αρμεν. <i>sayl</i> «[[άρμα]]»). Ο τ. συνδέεται με τον τ. [[σάτιλλα]] «[[Πλειάς]]», [[επειδή]] ο [[αστερισμός]] έμοιαζε με [[άρμα]], και ανάγεται πιθ. σε αμάρτυρο αρμεν. <i>satilya</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], πρόκειται για λ. θρακικής προέλευσης].
}}
}}