κτεατιστός: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(22)
(5)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κτεατιστός]], -ή, -όν (Α) [[κτεατίζω]]<br /><b>επιγρ.</b> αυτός που αποκτήθηκε, που κερδήθηκε, αποκτημένος, κερδισμένος.
|mltxt=[[κτεατιστός]], -ή, -όν (Α) [[κτεατίζω]]<br /><b>επιγρ.</b> αυτός που αποκτήθηκε, που κερδήθηκε, αποκτημένος, κερδισμένος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κτεᾰτιστός:''' -ή, -όν, αποκτημένος, κεκτημένος, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 20:04, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

κτεᾰτιστός: -ή, -όν, κτηθείς, Ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1187. (Ἀνθ. Π. παράρτ. 229)· ἀλλ’ ὁ Βöckh ἀναγινώσκει κτεάτεσσιν.

Greek Monolingual

κτεατιστός, -ή, -όν (Α) κτεατίζω
επιγρ. αυτός που αποκτήθηκε, που κερδήθηκε, αποκτημένος, κερδισμένος.

Greek Monotonic

κτεᾰτιστός: -ή, -όν, αποκτημένος, κεκτημένος, σε Ανθ.