κειάμενος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ σμικρὸν παραλλάττει οὕτως ἔχονἄλλως → it makes no small difference if it's this way, or another way

Source
(Autenrieth)
(5)
Line 4: Line 4:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=see [[καίω]].
|auten=see [[καίω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κειάμενος:''' Επικ., μτχ. Μέσ. αορ. αʹ του [[καίω]]· [[κείαντες]], πληθ., μτχ. ή Ενεργ. αορ. αʹ.
}}
}}

Revision as of 20:08, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

κειάμενος: κείαντες, ἴδε ἐν λέξ. καίω.

English (Autenrieth)

see καίω.

Greek Monotonic

κειάμενος: Επικ., μτχ. Μέσ. αορ. αʹ του καίω· κείαντες, πληθ., μτχ. ή Ενεργ. αορ. αʹ.