συγκατέδομαι: Difference between revisions
From LSJ
(39) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />(μέλλ. με ενεργ<br />σημ.) <b>βλ.</b> [[συγκατεσθίω]]. | |mltxt=Α<br />(μέλλ. με ενεργ<br />σημ.) <b>βλ.</b> [[συγκατεσθίω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συγκατέδομαι:''' μέλ. του [[συγκατεσθίω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 30 December 2018
English (LSJ)
fut. of συγκατεσθίω.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατέδομαι: μέλλ. τοῦ συγκατεσθίω.
Greek Monolingual
Α
(μέλλ. με ενεργ
σημ.) βλ. συγκατεσθίω.
Greek Monolingual
Α
(μέλλ. με ενεργ
σημ.) βλ. συγκατεσθίω.
Greek Monotonic
συγκατέδομαι: μέλ. του συγκατεσθίω.