διατμήγω: Difference between revisions

4
(9)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διατμήγω]] (Α) [[τμήγω]]<br /><b>1.</b> [[διατέμνω]], [[κόβω]] στα δυο, [[διαχωρίζω]]<br /><b>2.</b> [[ξεχωρίζω]], [[κάνω]] τη [[διάκριση]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <b>(αορ.)</b> [[διέτμαγεν]]<br />έφυγαν [[χωριστά]].
|mltxt=[[διατμήγω]] (Α) [[τμήγω]]<br /><b>1.</b> [[διατέμνω]], [[κόβω]] στα δυο, [[διαχωρίζω]]<br /><b>2.</b> [[ξεχωρίζω]], [[κάνω]] τη [[διάκριση]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <b>(αορ.)</b> [[διέτμαγεν]]<br />έφυγαν [[χωριστά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διατμήγω:''' αόρ. αʹ <i>-έτμηξα</i>, αόρ. βʹ <i>-έτμᾰγον</i>, Παθ. <i>-μάγην</i>, Επικ. αντί [[διατέμνω]]· [[χωρίζω]], [[κόβω]] στα [[δύο]], <i>διατμήξας</i>, έχοντας κόψει (τον στρατό των Τρώων) στα [[δύο]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[λαῖτμα]] διέτμαγον, διέσπασα το [[κύμα]], το έκοψα στα [[δύο]] κολυμπώντας, σε Ομήρ. Οδ.· [[ὦλκα]] δ., λέγεται για το όργωμα, σε Μόσχ. — Παθ., [[διέτμαγεν]] (γ. πληθ. αορ. βʹ αντί <i>-μάγησαν</i>), αποχωρίστηκαν, σε Όμηρ.· διασκορπίσθηκαν [[μακριά]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}