Anonymous

διατμήγω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διατμήγω:''' αόρ. αʹ <i>-έτμηξα</i>, αόρ. βʹ <i>-έτμᾰγον</i>, Παθ. <i>-μάγην</i>, Επικ. αντί [[διατέμνω]]· [[χωρίζω]], [[κόβω]] στα [[δύο]], <i>διατμήξας</i>, έχοντας κόψει (τον στρατό των Τρώων) στα [[δύο]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[λαῖτμα]] διέτμαγον, διέσπασα το [[κύμα]], το έκοψα στα [[δύο]] κολυμπώντας, σε Ομήρ. Οδ.· [[ὦλκα]] δ., λέγεται για το όργωμα, σε Μόσχ. — Παθ., [[διέτμαγεν]] (γ. πληθ. αορ. βʹ αντί <i>-μάγησαν</i>), αποχωρίστηκαν, σε Όμηρ.· διασκορπίσθηκαν [[μακριά]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''διατμήγω:''' αόρ. αʹ <i>-έτμηξα</i>, αόρ. βʹ <i>-έτμᾰγον</i>, Παθ. <i>-μάγην</i>, Επικ. αντί [[διατέμνω]]· [[χωρίζω]], [[κόβω]] στα [[δύο]], <i>διατμήξας</i>, έχοντας κόψει (τον στρατό των Τρώων) στα [[δύο]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[λαῖτμα]] διέτμαγον, διέσπασα το [[κύμα]], το έκοψα στα [[δύο]] κολυμπώντας, σε Ομήρ. Οδ.· [[ὦλκα]] δ., λέγεται για το όργωμα, σε Μόσχ. — Παθ., [[διέτμαγεν]] (γ. πληθ. αορ. βʹ αντί <i>-μάγησαν</i>), αποχωρίστηκαν, σε Όμηρ.· διασκορπίσθηκαν [[μακριά]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''διατμήγω:''' (aor. 1 διέτμηξα, aor. 2 [[διέτμαγον|διέτμᾰγον]] - aor. 2 pass. διετμάγην)<br /><b class="num">1)</b> разрезать, рассекать (νηχόμενος [[λαῖτμα]] δ. Her.; τὸν [[δάκτυλον]] [[κάλαμος]] διέτμαξεν Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> разделять, разобщать, рассеивать (sc. Τρῶας Hom.): ἐν φιλότητι [[διέτμαγεν]] Hom. они расстались по-дружески.
}}
}}