μόχθος: Difference between revisions

5
(26)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μόχτος]], ο (ΑΜ [[μόχθος]], Μ και [[μόχτος]])<br /><b>1.</b> [[σωματικός]] [[κόπος]], επίπονη [[προσπάθεια]], [[καταπόνηση]]:<br /><b>2.</b> [[ταλαιπωρία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[θλίψη]]<br /><b>2.</b> [[βιασύνη]], [[σπουδή]]<br /><b>3.</b> [[βιοπάλη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι μόχθοι</i><br />οι δυσχέρειες, τα βάσανα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μόχθος]] τέκνων» — [[μόχθος]] [[υπέρ]] τών τέκνων, για [[χάρη]] τών παιδιών (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>smog</i>- «ταλαιπωρούμαι με ένα μεγάλο [[φορτίο]]» (<b>πρβλ.</b> [[μόγος]]) και εμφανίζει εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>θος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>άχ</i>-<i>θος</i>, <i>όχ</i>-<i>θος</i>, <i>βρόχ</i>-<i>θος</i>). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>myaks</i>- «[[είμαι]] [[σταθερός]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μοχθηρός]], [[μοχθώ]] (Ι)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μοχθήεις]], [[μοχθίζω]], [[μοχθώ]] (ΙΙ), [[μοχθώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[άμοχθος]], [[βαρύμοχθος]], [[επίμοχθος]], [[πολύμοχθος]], [[φιλόμοχθος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δωδεκάμοχθος]], [[έμμοχθος]], [[εμπεδόμοχθος]], [[εύμοχθος]], [[κακόμοχθος]], [[κλυτόμοχθος]], [[μυριόμοχθος]], [[πλησίμοχθος]], [[πρασίμοχθος]], <i>ταλαισίμοχθος</i>, [[τλησίμοχθος]]].
|mltxt=και [[μόχτος]], ο (ΑΜ [[μόχθος]], Μ και [[μόχτος]])<br /><b>1.</b> [[σωματικός]] [[κόπος]], επίπονη [[προσπάθεια]], [[καταπόνηση]]:<br /><b>2.</b> [[ταλαιπωρία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[θλίψη]]<br /><b>2.</b> [[βιασύνη]], [[σπουδή]]<br /><b>3.</b> [[βιοπάλη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι μόχθοι</i><br />οι δυσχέρειες, τα βάσανα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μόχθος]] τέκνων» — [[μόχθος]] [[υπέρ]] τών τέκνων, για [[χάρη]] τών παιδιών (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>smog</i>- «ταλαιπωρούμαι με ένα μεγάλο [[φορτίο]]» (<b>πρβλ.</b> [[μόγος]]) και εμφανίζει εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>θος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>άχ</i>-<i>θος</i>, <i>όχ</i>-<i>θος</i>, <i>βρόχ</i>-<i>θος</i>). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>myaks</i>- «[[είμαι]] [[σταθερός]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μοχθηρός]], [[μοχθώ]] (Ι)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μοχθήεις]], [[μοχθίζω]], [[μοχθώ]] (ΙΙ), [[μοχθώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[άμοχθος]], [[βαρύμοχθος]], [[επίμοχθος]], [[πολύμοχθος]], [[φιλόμοχθος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δωδεκάμοχθος]], [[έμμοχθος]], [[εμπεδόμοχθος]], [[εύμοχθος]], [[κακόμοχθος]], [[κλυτόμοχθος]], [[μυριόμοχθος]], [[πλησίμοχθος]], [[πρασίμοχθος]], <i>ταλαισίμοχθος</i>, [[τλησίμοχθος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μόχθος:''' ὁ, = [[μόγος]], [[κόπος]], σκληρή δουλειά, [[δυσκολία]], [[ταλαιπωρία]], [[μπελάς]], σε Ησίοδ., Τραγ.· στον πληθ., ταλαιπωρίες, βάσανα, δυσκολίες, στους Τραγ.· <i>τέκνων</i>, λέγεται για [[χάρη]] των παιδιών, σε Ευρ.· τα [[μόχθος]] και [[πόνος]] χρησιμ. από κοινού με την [[έννοια]] της δυσκολίας, της ταλαιπωρίας· αυτή όμως η [[σημασία]] ανήκει κανονικά στο [[μόχθος]], ενώ το [[πόνος]] σημαίνει κανονικά [[εργασία]], Λατ. [[labor]] (από το [[πένομαι]], [[πένης]], το [[ριζικό]] του φτωχού ανθρώπου).
}}
}}